- Ἀπίας
- Ἀπίᾱς , Ἀπίηfem acc plἈπίᾱς , Ἀπίηfem gen sg (attic doric aeolic)Ἀπίᾱς , ἄπιος 2far awayfem acc plἈπίᾱς , ἄπιος 2far awayfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπίας — ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀπίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem acc pl ἀ̱πίᾱς , ἄπιος 2 far away fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόφρουρος — μονόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρεί μόνος του, ο μόνος φύλακας («ὡς θέλει τόδ ἄγχιστον Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φρουρός] … Dictionary of Greek